Ίσον - Ισοκράτημα
Το ισοκράτημα της Βυζαντινής Μουσικής
Το ισοκράτημα έλκει την καταγωγή του από την αρχαία Ελλάδα με τη διαφορά ότι τότε γινόταν με τη συνοδεία οργάνων ενώ σήμερα με τη φωνή. Συναντιέται και σε άλλες μουσικές λαών κυρίως της Ανατολής, αλλά και στη δημοτική μας μουσική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οργανικού ισοκρατήματος είναι το παίξιμο της γκάϊντας. Η γκάϊντα έχει δύο αυλούς, ο ένας παίζει τη μελωδία, ενώ ο άλλος δεν έχει τρύπες και βγάζει ένα μόνο φθόγγο.
Στη Βυζαντινή Μουσική όπου τα μουσικά όργανα εκλείπουν, η φωνή του μελωδού ή των μελωδών καλείται να αποδόσει όλο το ακουστικό φάσμα του ήχου. Ετσι στο μονόφωνο εκκλησιαστικό μέλος αναπτύχθηκε μια υποτυπώδης μορφή αρμονίας στη βάση του ψαλλόμενου ήχου, που λέγεται Ίσον.
Από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες υπήρχε η λεγόμενη "υπήχησις" δηλαδή ένα άκουσμα ασθενές. Ηταν μια βοηθητική μελική γραμμή που συνόδευε την κυρίως ψαλμωδία. Σε αυτό συμμετείχαν όλοι οι πιστοί, αφού δεν ήταν απαραίτητο να γνωρίζουν τα λόγια των ύμνων. Η υπήχησις αυτή ήταν απλή, όπως απλοί ήταν και οι πρώτοι ύμνοι. Ο Ιερός Χρυσόστομος (4ος μ.Χ. αιώνας) αναφέρει χαρακτηριστικά: "ο ψάλλων ψάλλει μόνος καν πάντες υπηχώσιν, ως εξ ενός στόματος η φωνή φέρεται".
Με την ανάπτυξη όμως των ύμνων της ψαλτικής, η εκκλησιαστική μουσική παράδοση μας διέσωσε σαν βοηθητικό στοιχείο της ψαλμωδίας το Ισοκράτημα.
Τι σημαίνει "κρατάω το ίσον"
Στη βυζαντινή ψαλτική, το ίσον αναφέρεται στη διατήρηση
μιας βασικής νότας ως σταθερό ηχητικό υπόβαθρο.
Πρόκειται για έναν συνεχή βόμβο που κρατούν ένας ή περισσότεροι ψάλτες - οι λεγόμενοι ισοκράτες ή βαστακτές - πάνω στον οποίο βόμβο "πατά" η κύρια μελωδία.
Το ίσον αρχίζει είτε μόλις δώσει ο ψάλτης το έναυσμα, είτε μαζί με την ψαλμωδία.
Το ισοκράτημα δεν είναι απλώς συνοδευτικό· αποτελεί θεμέλιο της ψαλτικής πράξης, προσφέροντας σταθερότητα, βάθος και αρμονία στο ψαλτικό μέλος.
Το ισοκράτημα προϋπάρχει και συνυπάρχει με το μέλος και ποτέ δεν το υπερβαίνει.
Είναι η υπήχηση της βάσης του αρχικού ήχου ή των διαφόρων ήχων που εναλλάσσονται σε μια μελωδία. Δεν έχει σχέση με την κάθετη αρμονία της Δυτικής μουσικής, ούτε έχει σαν στόχο απλά τη δημιουργία μιας ευχάριστης ακουστικής αρμονίας.
Το ισοκράτημα είναι κυρίως σταθερό, σαν πνευστό όργανο και εκφωνείται απαλά.
Με άλλα λόγια ο ισοκράτης:
- "ψάλλει" με μισόκλειστο στόμα τον φθόγγο που έχει σαν βάση ο κάθε ήχος
- "ψάλλει" τη βάση του τετραχόρδου (τριφωνία) - πενταχόρδου (τετραφωνία) - διαπασών (αντιφωνία) του κάθε ήχου
- "ψάλλει" μαζί με τον ψάλτη στα διάφωνα διαστήματα ή όταν η μελωδία κατεβαίνει από τη βάση του ήχου
- "ψάλλει" ακολουθόντας συνεχώς όλη την μελωδία, μαλακά, απαλά, χωρίς να την επισκιάζει, χωρίς να την υπερβαίνει και παρακολουθεί τις υποδείξεις του ψάλτη ή του χοράρχη.
Η ανάλυση των χαρακτήρων δεν πρέπει:
- να δημιουργεί διάφωνο διάστημα με τον φθόγγο του ισοκρατήματος
- να αλλοιώνει το ιδιαίτερο άκουσμα του ήχου
- να έρχεται σε σύγκρουση με τα θεμελιώδη γνωρίσματα της εκκλησιαστικής μας μουσικής.
Η καλαισθησία και η μουσική πείρα του ψάλτη καθοδηγεί τους ισοκράτες στο να βρίσκουν πότε χρειάζεται αλλαγή ισοκρατήματος και σε ποιο φθόγγο πρέπει να μεταβεί.
Το ισοκράτημα έχει διασωθεί "αγράφως" στην εκκλησιαστική μουσική και σπάνια τοποθετούνται ισοκρατήματα στις έντυπες εκδόσεις.
Προσεγγίσεις στην εκτέλεση του ισοκρατήματος
Υπάρχουν δύο βασικές προσεγγίσεις στην εκτέλεση του ισοκρατήματος:
-
Φυσικός Ισοκράτης (φυσική ανθρώπινη φωνή ή φωνές από χορού)
– Ακολουθεί τις αρμονικές σχέσεις των ήχων και προκύπτει φυσικά από τη δομή του μέλους. Είναι η πιο παραδοσιακή προσέγγιση, που συναντάται συχνά στους μεγάλους δασκάλους της ψαλτικής τέχνης -
Τεχνικός Ισοκράτης (ηλεκτρονική συσκευή παραγωγής ήχων)
– Βασίζεται περισσότερο στην αισθητική επιλογή του ψάλτη. Μπορεί να μεταβάλλεται νωρίτερα ή αργότερα από τις φυσικές αλλαγές του ήχου, δημιουργώντας μια πιο επεξεργασμένη και ενίοτε πιο μοντέρνα ηχητική εμπειρία.
Ωστόσο, η Εκκλησία της Ελλάδος έχει εκδώσει απαγορευτική Εγκύκλιο για χρήση του ηλεκτρονικού ισοκράτη στο αναλόγιο.
Είναι δυνατή η εναρμόνιση του βυζαντινού μέλους;
Στο παραπάνω ερώτημα έχει δωθεί απάντηση από επιτροπή, που συστάθηκε από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ύστερα από ενδελεχή μελέτη και έρευνα:
Η εκκλησιαστική μουσική ΔΕΝ εναρμονίζεται για τους εξής λόγους:
- τελείως διαφορετικά τονιαία διαστήματα έναντι της Δυτικής μουσικής
- πλούτος ήχων σε σχέση με τη Δυτική μουσική που έχει μόνο δύο, ματζόρε & μινόρε
- ύπαρξη ποικίλων συστημάτων, τετράχωρδο, πεντάχορδο κλπ.
- έχει τρία γένη το διατονικό, το χρωματικό και το εναρμόνιο, ενώ η Δυτική έχει το διατονικό
- κάνει χρήση διαστημάτων μικρότερα του ημιτόνου και μεγαλύτερα του τόνου ενώ η Δυτική χρησιμοποιεί τόνους και ημίτονα
- η δίεση και η ύφεση δημιουργεί μικρότερα ή μεγαλύτερα διαστήματα, ενώ στην ΕυρωπαΪκή μουσική μόνο ημίτονα
Το άσμα της Ανατολικής Εκκλησίαςπροχωρεί κάπως ελαφρύτερο και περισσότερο χαριτωμένο από το άσμα της Δυτικής, έχει χαρακτήρα μουσικότερο και εκφραστικότερο για την ψυχή του ανθρώπου (Ερατώ Χατζή, Διπλωματική Διατριβή, Αθήνα, 1977)
Αν λοιπόν θελήσει κάποιος να εφαρμόσει στη βυζαντινή μουσική τους κανόνες της αρμονίας, είναι ανάγκει να μεταβάλλει τα διαστήματά της. Αυτή η μεταποίηση θα καταστρέψει το μέλος, το χαρακτήρα και το ύφος του. Το αποτέλεσμα δεν θα έχει σχέση με την πατροπαράδοτη Βυζαντινή κληρονομιά μας, που συνέβαλε τα μέγιστα στη μόρφωση εθνικού χαρακτήρα και ήθους.
Κανονάρχημα
Εκτελείται από τον Κανονάρχη που έχει σαν αποστολή να προλέγει εμμελώς το ψαλλόμενο μέλος.
Η χρήση του γίνεται:
- ως υπενθύμιση του μέλους στον ψάλτη,
- δίνει ένα χρώμα στη μελωδία
- βοηθά στην καλύτερη κατανόηση του κειμένου από το εκκλησίασμα
Το Ίσον στο Οικουμενικό Πατριαρχείο
να μην καλύπτει την κύρια μελωδία αλλά να την στηρίζει διακριτικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια σας μας κάνουν καλλίτερους...